- πολυόρμητος
- -ον, Απολύ ορμητικός, πολύ σφοδρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ὁρμητός (< ὁρμώ), πρβλ. αυθ-όρμητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυόρμητος — very impetuous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυορμήτου — πολυόρμητος very impetuous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυορμήτων — πολυόρμητος very impetuous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρμητε — πολυόρμητος very impetuous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)